θυμαράκι

θυμαράκι
το уменьш, от θυμάρι;

§ στα θυμαράκ — ш на кладбище


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "θυμαράκι" в других словарях:

  • θυμαράκι — το 1. το φυτό θύμος, το θυμάρι 2. (στον πληθ. ως κύρ. όν.) τα Θυμαράκια συχνά ως τοπωνύμιο 3. μτφ. φρ. α) «στα θυμαράκια» στο νεκροταφείο β) «είναι για τα θυμαράκια» είναι ετοιμοθάνατος 4. ιδιωμ. ονομασία τού φυτού λαβαντίς, η αγριολεβάντα.… …   Dictionary of Greek

  • θυμαράκι — το 1. υποκορ. του θυμάρι. 2. φρ., «στα θυμαράκια», στο νεκροταφείο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»